- ἀπολῆγον
- ἀπολήγωleave offpres part act masc voc sgἀπολήγωleave offpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολήγω — (Α ἀπολήγω) [λήγω] νεοελλ. καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα αρχ. 1. δίνω τέλος σε κάτι 2. παύω, σταματώ, περνώ 3. σταματώ να κάνω κάτι 4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω 5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον η απόληξη, η άκρη, το άκρον … Dictionary of Greek